γαμβρός
Смотреть что такое "γαμβρός" в других словарях:
γαμβρός — connexion by marriage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβρός — ο βλ. γαμπρός … Dictionary of Greek
γαμβροῖο — γαμβρός connexion by marriage masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβροῖς — γαμβρός connexion by marriage masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβροῖσι — γαμβρός connexion by marriage masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβροῖσιν — γαμβρός connexion by marriage masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβροί — γαμβρός connexion by marriage masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβροῦ — γαμβρός connexion by marriage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβρούς — γαμβρός connexion by marriage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβρέ — γαμβρός connexion by marriage masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμβρῷ — γαμβρός connexion by marriage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)